- Ἀκαδημίας
- Ἀκαδημίᾱς , Ἀκαδήμειαthe Platonic school of philosophyfem acc plἈκαδημίᾱς , Ἀκαδήμειαthe Platonic school of philosophyfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Βανλό ή Βαν-Λόο — (Vanloo ή Van Loo). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ζωγράφων φλαμανδικής καταγωγής. 1. Αμεντέ (Amendι, Τορίνο 1719 – Παρίσι 1796). Ήταν μαθητής του ζωγράφου πατέρα του Ζαν Μπατίστ. Το 1474 έγινε μέλος της βασιλικής Ακαδημίας και έζησε στην αυλή του… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ακαδημία Αθηνών — Το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας. Ιδρύθηκε το 1926 και στεγάστηκε στο νεοκλασικό κτίριο, που ήδη από τον 19ο αι. είχε ανεγερθεί για τον σκοπό αυτό με δαπάνες του εθνικού ευεργέτη Σίμωνα Σίνα. Σκοπός της Α.Α. είναι, κατά τον ιδρυτικό νόμο,… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κρουαζέ — (Croiset). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Γάλλων φιλολόγων. 1. Αλφρέ (Alfred, Παρίσι 1845 – 1923). Ελληνιστής, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε αρχικά στην École Normale Surérieure και, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, διορίστηκε… … Dictionary of Greek
Λαντάου, Λεβ Νταβίντοβιτς — (Lev Davidovich Landau, Μπακού 1908 – Μόσχα 1968). Ρώσος φυσικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο Λένινγκραντ (σημερινή Αγία Πετρούπολη) το 1927, μετέβη αρχικά στην Κοπεγχάγη, όπου σπούδασε κοντά στον Νιλς … Dictionary of Greek
Μπαζένοφ, Βασίλι Ιβάνοβιτς — (1737 – 1799). Ρώσος αρχιτέκτονας, χαράκτης, θεωρητικός της αρχιτεκτονικής και εκπρόσωπος του κλασικισμού. Αρχικά σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Μόσχας (1755) και έπειτα σαν υπότροφος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Πετρούπολης, συνέχισε τις… … Dictionary of Greek
Ράντλοφ, Βασίλι Βασίλιεβιτς — (1873 – 1918). Ρώσος ασιανολόγος, εθνογράφος και αρχαιολόγος. Αποφοίτησε το 1858 από το πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Διετέλεσε διευθυντής του Ασιατικού Μουσείου της Ακαδημίας Επιστημών της Πετρούπολης (1885 90) και του Μουσείου Ανθρωπολογίας και… … Dictionary of Greek